συστολή

συστολή
η
1. περιορισμός της έκτασης ή του όγκου κάποιου πράγματος: Τα μέταλλα με το κρύο παθαίνουν συστολή.
2. το να ντρέπεται κάποιος, σεμνή διστακτικότητα: Χωρίς συστολή μου είπε ένα σωρό ψέματα.
3. (γραμμ.), τροπή ενός μακρόχρονου φωνήεντος σε βραχύχρονο.
4. «συστολές της καρδιάς», κινήσεις που συστέλλουν τις κοιλότητές της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συστολῇ — συστολή drawing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — drawing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

  • συστολαῖς — συστολή drawing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολαί — συστολή drawing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῆς — συστολή drawing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολήν — συστολή drawing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστολῶν — συστολή drawing together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”